καθυπερηφανώ

καθυπερηφανώ
καθυπερηφανῶ, -έω (Α)
(επιτατ. τού υπερηφανώ) φέρομαι με μεγάλη περηφάνεια, φέρομαι με μεγάλη αλαζονεία, αγέρωχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὑπερηφανῶ (< ὑπερήφανος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”